αρεσούμενος

αρεσούμενος
η , ο
1) приятный, доставляющий удовольствие, нравящийся;

αρεσούμενη δουλιά — работа, которая нравится;

§ αρεσούμενος γαμπρός — жених нарасхват


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αρεσούμενος" в других словарях:

  • αρέσω — και αρέζω άρεσα, μτχ. παθ. ενεστ. αρεσούμενος, γίνομαι ή είμαι αρεστός, ευχάριστος, δημοφιλής: Μου άρεσε η απάντηση που του έδωσες. – Τ αρεσούμενο τ ανθρώπου, το καλύτερο του κόσμου (ό,τι μας αρέσει, αυτό είναι το καλύτερο) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»